Οι κύστεις του μεσεντερίου και επιπλόου, είναι σπάνιες καλοήθεις βλάβες εκ των οποίων περίπου το 30% αφορά σε παιδιά ηλικίας άνω των πέντε ετών. Είναι οι κύστεις με εντόπιση στο μεσεντέριο ή στο μείζον ή έλασσον επίπλουν. Είναι απλές ή πολλαπλές, μονόχωροι ή πολύχωροι με περιεχόμενο ορώδες, χυλώδες, αιμορραγικό ή επιμολυσμένο υγρό. Το μέγεθος τους κυμαίνεται. 

Οι κύστεις του μεσεντερίου είναι καλοήθεις σε ποστοστό 97%. Είναι επίσης κατά 4,5 φορές συχνότερες από τις κύστεις του επιπλόου. 

Και οι δύο αυτές κατηγορίες δημιουργούνται από καλοήθη υπερπλασία έκτοπων λεμφαγγείων, τα οποία δεν επικοινωνούν με το φυσιολογικό λεμφικό σύστημα. Σχετίζονται  με το σύνδρομο Costello. Εντοπίζονται οπουδήποτε στο μεσεντέριο του γαστρεντερικό σωλήνα, από το 12/λο μέχρι το ορθό και από τη ρίζα του μεσεντερίου μέχρι το οπισθοπεριτόναιο, αλλά κυρίως στο μεσεντέριο του ειλεού και το σιγμοειδές μεσόκολο.

Ο συχνότερος τύπος μεσεντερίου κύστεως είναι το λεμφαγγείωμα. Μπορεί επίσης να είναι η  μη παγκρεατική ψευδοκύστη, η κύστη αναδιπλασιασμού του εντέρου, η μεσοθηλιακή κύστη και εντερική κύστη, το κυστικό μεσοθηλίωμα, ο κυστικός ατρακτοκυτταρικός όγκος και το τεράτωμα.

Συμπτώματα και διάγνωση

Οι κύστεις του μεσεντερίου και του επιπλόου στα παιδιά εμφανίζονται με συμπτώματα όπως κοιλιακή διάταση, ήπιο κοιλιακό άλγος με ή χωρίς ψηλαφητή μάζα η οποία μπορεί να λάβει μεγάλες διαστάσεις. 

Έντονο πόνος μπορεί να δώσει μία οξεία κατάσταση που θα προκύψει από την απόφραξη του λεπτού εντέρου ή τη συστροφή του, αιμορραγία μέσα στη κύστη, μόλυνση, ρήξη, συστροφή της κύστεως και απόφραξη του ουροποιητικού και χοληφόρου συστήματος. Μπορεί επίσης να αποτελεί αιτία για τη μη ανατασσόμενη βουβωνοκήλη.

Η διάγνωση γίνεται με ακτινογραφία κοιλίας και υπερηχογράφημα. Η δυναμική αξονική τομογραφία μπορεί να είναι χρήσιμη σε περίπτωση μεγάλων κύστεων του επιπλόου, μπορεί να καθορίσει τη θέση της κυστικής βλάβης και το είδος του περιεχομένου της κύστης.

Θεραπεία

Επειδή μία κύστη μεσεντερίου ή επιπλόου μπορεί να δώσει οξέα συμπτώματα όπως η απόφραξη ή η συστροφή του λεπτού εντέρου, όταν εντοπιστεί πρέπει να χειρουργείται.

Η επέμβαση γίνεται λαπαροσκοπικά και περιλαμβάνει την πλήρη εκτομή της κύστης χωρίς κίνδυνο κακώσεως γειτονικών οργάνων. Στο 50-60% των περιπτώσεων απαιτείται εκτομή της κύστης. Σε ένα ποσοστό 10% η εκτομή δεν είναι δυνατή λόγω μεγέθους της κύστεως, ή λόγω της θέσης εντόπισής της μέσα στη ρίζα του μεσεντερίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να απαιτηθεί μερική λαπαροσκοπική κυστεκτομή και μαρσιποποίηση της εναπομένουσας υπολειμματικής κύστης στην περιτοναϊκή κοιλότητα χωρίς εντερεκτομή. Επίσης, έχει αναφερθεί επιτυχής αντιμετώπιση της μεσεντερίου κύστεως μέσω υπερηχογραφικής παροχετεύσεως.

Η επέμβαση είναι σύνθετη και πρέπει να διενεργείται από έμπειρο Λαπαροσκόπο Χειρουργό Παίδων, όπως η Χειρούργος Κ. Ραμματά ώστε να αποφευχθούν οι επιπλοκές. Οι περισσότερες επιπλοκές αφορούν σε ασθενείς με οπισθοπεριτοναϊκές κύστεις  ή σε περιπτώσεις  μερικής κυστεκτομής.